Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Πότε δημιουργήθηκε το ελληνικό έθνος


* Το ελληνικό έθνος είναι όντως δημιούργημα του «ελληνικού διαφωτισμού», δεν αποτελεί όμως μια αυθαίρετη, μονοσήμαντη και προ-διαγεγραμμένη κατασκευή, αλλά μια ιστορική ζωντανή πραγματικότητα (Νίκος Δεμερτζής)

Το κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε χάριν διαλόγου με αφορμή το αφιέρωμα του Βήματος της 23.1.05 στο βιβλίο του Νίκου Σβορώνου, Το Ελληνικό Έθνος. Γένεση και Διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού (εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2004). 
Στη συμβολή του στο εν λόγω αφιέρωμα ο καθηγητής Νάσος Βαγενάς αναφέρεται σε «Έλληνες μελετητές» του εθνικισμού (πρωτίστως σε «αντιεθνικιστές και «θεωριοκρατούμενους» ιστορικούς), οι οποίοι «μεταφέρουν μηχανικά στα κείμενά τους τις ανιστόρητες περί νέου ελληνισμού» απόψεις ξένων μελετητών του εθνικού φαινομένου εν γένει (Anderson, Hobsbawmκ.ά.). Τους μέμφεται έτσι, για «ιδεοληψία» που υπακούει στην ίδια λογική με εκείνη των εθνικιστών ιστορικών: είτε αγνοούν ή απαξιούν την ιστορική πραγματικότητα (τις πηγές), είτε την προσαρμόζουν προκρουστίως στις «προδιαγραφές των θεωρητικών τους σχημάτων». Επικαλούμενος δε τις απόψεις του Σβορώνου, θεωρεί άκυρη τη θέση ότι ο εθνικισμός προηγείται του έθνους, καθώς επίσης και τον ορισμό του τελευταίου ως «φαντασιακής» κοινότητας. 

* Ο λόγος και το επιστημολογικό όριο 
Ασφαλώς για περίπλοκα και επίδικα ζητήματα όπως αυτό, τα στενά περιθώρια ενός άρθρου σε εφημερίδα δεν επιτρέπουν εις βάθος ανάλυση και συχνά γεννούν παρανοήσεις πέρα από τις προθέσεις του συγγραφέα του. Δίδεται όμως λαβή σε επιστημονικό διάλογο. Ετσι, από το κείμενο του κ. Βαγενά για άλλη μία φορά διαπιστώνεται πόσο λεπτά και πορώδη είναι τα όρια ανάμεσα στην ιδεολογία και την (κριτική) θεωρία του εθνικισμού, καθώς και πόσο ολισθηρές είναι οι θεωρητικές αφαιρέσεις και οι τυπολογίες του φαινομένου. Θα έλεγα μάλιστα ότι ακριβώς επειδή δεν υπάρχει ένας αλλά πολλοί εθνικισμοί, επειδή ο εθνικισμός υπάρχει μόνο στον πληθυντικό αριθμό, θα ήταν μάταιο να αναμένει κανείς μια θεωρία που να ανταποκρίνεται πλήρως και να ενσωματώνει τη σύνολη ιστορική εμπειρία του εθνικού φαινομένου, συγχρονικά και διαχρονικά. Το ιστορικό υλικό γλιστρά μονίμως από την επιφάνεια των εννοιολογικών μας εργαλείων έτσι, ώστε καλό είναι οι όποιες γενικεύσεις να προβάλλονται με ανοικτό στη διάψευση πνεύμα. 
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι, πρώτον, δεν οφείλουμε να μελετούμε το φαινόμενο βάσει πραγματικών αφαιρέσεων (κατά Marx) και ιδεότυπων (κατά Weber), προκειμένου να αποφεύγουμε τον ιστορισμό και τον εμπειρισμό (τη γεγονοτολογία). Ούτως ή άλλως το επιστημονικό αντικείμενο «εθνικισμός» μελετάται μέσω θεωρητικών εννοιών του ενός ή του άλλου Παραδείγματος ή Σχολής. Δεν θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά άλλωστε. Οπότε, νομίζω ότι ο ψόγος του κ. Βαγενά για «ιδεοληψία» και «θεωριοκρατία» έχει το επιστημολογικό του όριο. Οι «πηγές» δεν μιλούν από μόνες τους. Κατανοούνται διαμεσολαβούμενες από τον ερμηνευτικό ορίζοντα του παρόντος. Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν ανεπαρκές να καθηλώσουμε την ανάλυση στο πώς, βάσει πηγών, ο εκάστοτε εθνικισμός ορίζει το έθνος. Εν είδει διπλής ερμηνευτικής, χρειάζεται μια κριτική και συστηματική προσέγγιση τόσο του έθνους όσο και του εθνικισμού (ο οποίος μπορεί να μελετηθεί ως ιδεολογία, κίνημα, νοοτροπία, συλλογικό συναίσθημα κ.λπ.). Ετσι αποφεύγονται αυτο-εκπληρούμενες προφητείες, στις οποίες ο Σβορώνος οπωσδήποτε αντιτίθεται, όπως υποθέτω και ο κ. Βαγενάς. 
* Τα υλικά της κατασκευής 
Κατά δεύτερον, δεν σημαίνει ότι ο εθνικισμός είναι προνομιακό αντικείμενο των ιστορικών. Ούτε και η ιστορία άλλωστε μπορεί να λειτουργήσει ερήμην των άλλων κοινωνικών επιστημών, ειδικά μάλιστα για τη μελέτη της εθνογένεσης. Εξ άλλου, ο ίδιος ο κ. Βαγενάς ειδικεύεται στη θεωρία και την κριτική της λογοτεχνίας. Ο υπογράφων, ως πολιτικός κοινωνιολόγος, συμπεριλαμβάνεται σε εκείνους που θεωρούν ότι το έθνος είναι μια νεωτερική ιστορική κατηγορία και μορφή συλλογικότητας, η οποία συγκροτείται από τον ιδεολογικό λόγο του εθνικισμού. Επειδή μάλιστα η, εντός εισαγωγικών, μνεία του κ. Βαγενά σε έλληνες μελετητές που προσυπογράφουν την παραπάνω θέση και οδηγούνται στην πεποίθηση ότι «το ζήτημα της μελέτης του εθνικισμού είναι πώς η ερμηνεία του να μη "μολυνθεί" από τυχόν προαποδοχή της ιδέας του έθνους» αφορά εμένα προσωπικά, καθώς προέρχεται από τη σελίδα 43 του βιβλίου μου Ο Λόγος του Εθνικισμού. Αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις (εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1996), θα ήθελα με την ευκαιρία να διατυπώσω ορισμένα διευκρινιστικά σχόλια προκειμένου οι αναγνώστες να αποκτήσουν πληρέστερη εικόνα του εν λόγω ζητήματος, το οποίο δεν έχει μόνο ακαδημαϊκό ενδιαφέρον. 
Στο μέτρο που με αφορά, η ιστορική «κατασκευή» του έθνους από τον εθνικισμό δεν σημαίνει, και ούτε έχω γράψει ποτέ κάτι τέτοιο, ότι «πριν από το τέλος του 18ου αιώνα δεν υπήρχαν άνθρωποι που να αυτοπροσδιορίζονται ως Ελληνες σε επίπεδο εθνότητας». Το κομβικό ζήτημα εδώ είναι να διακρίνει κανείς το έθνος από την εθνότητα και κατόπιν να τα συσχετίσει μέσω του εθνικισμού. Εθνότητες, δηλαδή πολιτισμικές ομάδες, υπάρχουν ανέκαθεν. Το έθνος όμως υπάρχει εντός της νεωτερικότητας (συμβατικά από τα μέσα του 18ου αιώνα). Εθνος είναι η πολιτικοποιημένη εθνότητα που διεκδικεί και κατοχυρώνει το δικό της κράτος μέσω του εθνικισμού και των θεσμικών του εκφράσεων (εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, διανοούμενοι, Τύπος κ.λπ.). Οπότε, όταν λέμε ότι το έθνος έπεται και κατασκευάζεται από τον εθνικισμό πρέπει να έχουμε υπόψη ότι δεν πρόκειται για μια κατασκευή εκ του μηδενός, για μια ιστορική αυθαιρεσία, όπως πιθανώς η παρεξήγηση του όρου «φαντασιακή κοινότητα» συνεπάγεται (θα ήταν πάντως αδόκιμο να το υποστηρίξει κανείς, ή να το προσάψει σήμερα σε οποιονδήποτε στοιχειωδώς ενημερωμένο περί την κοινωνική ιστορία μελετητή). Το υλικό της κατασκευής είναι ιστορικό-πολιτισμικό, είναι εθνοτικής τάξεως. 
*συγκρότηση της ταυτότητας 
Ωστόσο, το έθνος δεν πρέπει να εννοηθεί απλώς ως άθροισμα του τύπου «Εθνότητα + Πολιτική» (άποψη που προτάθηκε από τον Gellner), ακριβώς διότι υπό την αιγίδα της ιδεολογίας του εθνικισμού το εθνοτικό ιστορικό υλικό ανασυγκροτείται, ομογενοποιείται, ιεραρχείται και ταξινομείται μέσα από επιλεκτικές και ηγεμονικές διαδικασίες συλλογικής μνήμης και λήθης, συνέχειας και ασυνέχειας, ρήξεων και ολοκληρώσεων. Αποτέλεσμα αυτών των διαδικασιών είναι το έθνος να εμφανίζεται εκ των υστέρων ως ανέκαθεν υπάρχον. Το φαντασιακό στοιχείο έγκειται ακριβώς στη μεθύστερη αυτή εμφάνιση-αναπαράσταση του έθνους, καθώς και στην ταυτοτική αναφορά των μελών του: δεν είναι μόνο ή απλώς οι μνήμες, οι ιστορικές εμπειρίες και τα στοιχεία του τρόπου ζωής (θρησκεία, γλώσσα κ.λπ.) που συγκροτούν την εθνική ταυτότητα. Ηδη επεξεργασμένο (επινοημένο θα έλεγε ο Hobsbawm), ενορχηστρωμένο και άρα αναμεταφρασμένο από ποικίλους θεσμούς (εκπαιδευτικό σύστημα, στρατό, μουσεία κ.λπ.), το υλικό αυτό υπάγεται στην ύπατη αρχή της εθνικής ταυτότητας, την επί χάρτου σημειωμένη, φυλασσόμενη και διεθνώς αναγνωριζόμενη επικράτεια του εθνικού κράτους. 
Τούτων δοθέντων, το έθνος δεν είναι απλώς μια φαντασιακή κοινότητα. Το φαντασιακό στοιχείο, η νοερή συλλογικότητα και η ταύτιση με τον γενικευμένο Αλλο, είναι χαρακτηριστικά οιασδήποτε συλλογικότητας, προνεωτερικής ή νεωτερικής. Hειδοποιός διαφορά του έθνους είναι ότι συνιστά μια νεωτερική, εντός επικρατειακών ορίων, οργανωμένη, πολιτικά κυρίαρχη, φαντασιακή κοινότητα που θεμελιώνεται και υποστηρίζεται σε έναν αναπτυγμένο οργανικό (κατά Durkheim) καταμερισμό εργασίας. Από αυτή την έποψη, υποστηρίζω ότι το «έθνος» δεν είναι μία ουσία, αλλά ένα «άδειο» κύριο σημαίνον, το νόημα του οποίου αποκτάται εκ των υστέρων στο πλαίσιο ενός εκάστου εθνικισμού μέσα από συναρθρώσεις μιας πληθώρας ιστορικών, πολιτισμικών, πολιτικών και οικονομικών στοιχείων, τα οποία σε κάθε κοινωνία αποτελούν επιμέρους αντικείμενα φαντασιακών ταυτίσεων. λέξη «έθνος» υπήρχε ήδη από την αρχαία Ελλάδα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι υπήρχε από τότε ελληνικό έθνος, με την έννοια που η λέξη αποκτά εντός της νεωτερικότητας, με την έννοια δηλαδή που συνιστά το αντικείμενο της σύγχρονης ανάλυσης του εθνικισμού. Από αυτή λοιπόν την άποψη, το ελληνικό έθνος είναι όντως δημιούργημα του «ελληνικού διαφωτισμού», δεν αποτελεί όμως μια αυθαίρετη, μονοσήμαντη και προ-διαγεγραμμένη κατασκευή, αλλά μια ιστορική ζωντανή πραγματικότητα που δεσμεύει το νου και τη ψυχή των ανθρώπων μέσα από πολιτισμικές ασυνέχειες και συνέχειες, καθώς και αναδιατάξεις του κοινωνικού χρόνου. 
*ηγεμονική αντίληψη 
Δεν γνωρίζω αν οι λίγες αυτές διευκρινήσεις βρίσκουν σύμφωνο τον κ. Βαγενά. Νομίζω όμως ότι δεν απέχουν πολύ από την ουσία της, ούτως ή άλλως, σύντομης ανάλυσης του ίδιου του Σβορώνου, ο οποίος διακρίνει σαφώς το «έθνος» από την «εθνότητα» (όπ. π. σελ. 21-23). ανάλυσή του πάντως δεν είναι απαλλαγμένη εντελώς από τη μεθύστερη ερμηνευτική προσέγγιση. Και τούτο διότι αναφέρεται συστηματικά σε μια ελληνική «εθνική» συνείδηση που διέπεται, τρόπον τινά, από εντελέχεια, καθώς το περιεχόμενό της, από τον 4ο τουλάχιστον αιώνα και μετά, βρίσκεται σε διαρκή αποσαφήνιση και της οποίας την «φυσιολογική» πορεία «ανέστειλε» συχνά η ορθόδοξη εκκλησία και ο οικουμενισμός του Βυζαντίου (σελ. 61, 73, 82, 87, 91, 99, 101). Βεβαίως, η όλη προβληματική εξακολουθεί να κατέχει περιθωριακή θέση στην ελληνική κοινή γνώμη και οπωσδήποτε δεν είναι κυρίαρχη στα ελληνικά πανεπιστήμια, όπως σημειώνει ο κ. Βαγενάς, πλην ορισμένων Τμημάτων κοινωνικών επιστημών. παπαρηγοπούλεια αντίληψη του ελληνοχριστιανισμού παραμένει ηγεμονική στα σημαντικότερα πολιτικά και πολιτιστικά κέντρα λήψης αποφάσεων. Θαρρώ ωστόσο πως η σχετική ανταλλαγή απόψεων συμβάλλει στη δημόσια διαβούλευση και την εναλλακτική ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού. 
Ο κ. Νίκος Δεμερτζής είναι καθηγητής του Τμήματος Επικοινωνίας και MME του Πανεπιστημίου Αθηνών.