Αρχειοθήκη ιστολογίου

Δευτέρα 8 Αυγούστου 2022

Βιοπολιτική

 Όπως κατέδειξαν οι μελέτες του Μισέλ Φουκώ (1926 – 1984), η βιοπολιτική τείνει αναπόφευκτα να μετατραπεί σε θανατοπολιτική. Όσο περισσότερο το δίκαιο αρχίζει να ασχολείται ρητά με τη βιολογική ζωή των πολιτών ως αγαθό που θα πρέπει να θεραπευτεί ή να προαχθεί, τόσο περισσότερο αυτό το ενδιαφέρον επισκιάζει άμεσα την ιδέα μιας ζωής που όπως αναφέρει ο τίτλος ενός διάσημου έργου που δημοσιεύτηκε στη Γερμανία το 1920, δεν αξίζει να την ζήσει κανείς (lebensunwertes Leben).

 

Κάθε φορά που προσδιορίζεται μία αξία, τίθεται στην πραγματικότητα, αναγκαστικά επίσης μια μη αξία, και η άλλη όψη της προστασίας της υγείας είναι ο αποκλεισμός και η εξάλειψη όλων εκείνων που μπορούν να οδηγήσουν σε ασθένειες. Θα έπρεπε να μας κάνει να σκεφτούμε προσεκτικά το γεγονός ότι το πρώτο παράδειγμα νομοθεσίας με την οποία ένα κράτος αναλαμβάνει προγραμματικά τη φροντίδα της υγείας των πολιτών του είναι η ναζιστική ευγονική. 

 

Αμέσως μετά την άνοδο στην εξουσία ο Χίτλερ εξέδωσε έναν νόμο για την προστασία του γερμανικού λαού από κληρονομικές ασθένειες, που οδήγησε στη δημιουργία ειδικών επιτροπών για την κληρονομική δημιουργία (Erbgesundheitsgerichte), οι οποίες αποφάσισαν την αναγκαστική στείρωση 400.000 ανθρώπων.


Ο Άιχμαν, προφανώς με καλή πίστη, δεν κουράστηκε ποτέ να επαναλαμβάνει πως είχε πράξει με ευσυνειδησία, για να υπακούσει στις αρχές εκείνες που πίστευε ότι ήταν οι αρχές της καντιανής ηθικής. Ένας κανόνας που δηλώνει ότι οφείλουμε να παραιτηθούμε από το καλό για να σώσουμε το καλό είναι εξίσου ψευδής και αντιφατικός με εκείνον που, για την προστασία της ελευθερίας, απαιτεί από εμάς να αποκηρύξουμε την ελευθερία.

 

Πολύ πριν (λιγότερο γνωστό) στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ είχε προγραμματιστεί μια ευγονική πολιτική, η οποία χρηματοδοτήθηκε αδρά από το Ινστιτούτο Κάρνεγκι και το Ίδρυμα Ροκφέλερ. Ο Χίτλερ επικαλέστηκε ρητά εκείνο το μοντέλο.

  

Εάν η υγεία γίνει το αντικείμενο μιας κρατικής πολιτικής, τότε αυτή παύει να είναι κάτι που αφορά κυρίως την ελεύθερη απόφαση κάθε ατόμου και καθίσταται υποχρέωση προς εκπλήρωση με οποιοδήποτε τίμημα, ανεξάρτητα δηλαδή από το πόσο υψηλό είναι αυτό.

 

Όπως έδειξε ο Γιαν Τομά*1, σύμφωνα με την ιστορία του δικαίου, το δίκαιο και η ζωή δεν πρέπει να συγχέονται. Είναι καλό το δίκαιο και η ιατρική να διαχωρίζονται μεταξύ τους.

Η ιατρική έχει το καθήκον να θεραπεύει τις ασθένειες σύμφωνα με τις αρχές που ακολουθεί αιώνες και τις οποίες ο όρκος του Ιπποκράτη επικυρώνει αμετάκλητα. 

 

Εάν η ιατρική, συνάπτοντας ένα αναγκαστικά διφορούμενο και αόριστο σύμφωνο με τις κυβερνήσεις θέτει τον εαυτόν της στη θέση του νομοθέτη, όχι μόνο δεν επιφέρει θετικά αποτελέσματα για τη δημόσια υγεία, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε απαράδεκτους περιορισμούς των ανθρώπων, σε σχέση με τους οποίους οι ιατρικοί λόγοι μπορούν να προσφέρουν, όπως θα έπρεπε να είναι έκδηλο σε όλους σήμερα, το ιδανικό πρόσχημα για έναν άνευ προηγουμένου έλεγχο της κοινωνικής ζωής.

 

Έχουμε εθιστεί από καιρό στην αβασάνιστη χρήση των διαταγμάτων έκτακτης ανάγκης, μέσω των οποίων η εκτελεστική εξουσία αντικαθιστά στην πράξη τη νομοθετική, καταργώντας την αρχή της διάκρισης των εξουσιών που ορίζει θεμελιωδώς τη δημοκρατία.

Όταν ξεπεραστεί η έκτακτη ανάγκη, θα πρέπει να συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις ίδιες οδηγίες και η «κοινωνική αποστασιοποίηση» όπως έχει χαρακτηριστεί μ’ έναν σημαίνοντα ευφημισμό, θα αποτελέσει τη νέα αρχή της οργάνωσης της κοινωνίας.

 

Κατάσταση έκτακτης ανάγκης – Κατάσταση εξαίρεσης (Carl Schmitt*2)


Ο Σμιτ στο κείμενό του περί πολιτικής θεολογίας στο οποίο εμπεριέχεται ο περίφημος ορισμός του κυρίαρχου ως εκείνου που «αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης» μιλά απλώς για Ausnahmezustand «κατάσταση εξαίρεσης», που στη γερμανική θεωρία, αλλά και πέρα από αυτή, έχει επιβληθεί ως τεχνικός όρος προκειμένου να επιβληθεί αυτή η γκρίζα ζώνη μεταξύ δικαιικής τάξης και πολιτικού γεγονότος, μεταξύ του νόμου και της αναστολής του.

Ακολουθώντας την πρώτη σμιτιανή διάκριση, ο νομικός βεβαιώνει ότι η έκτακτη ανάγκη είναι συντηρητική, ενώ η εξαίρεση είναι καινοτόμος. 

«Στην έκτακτη ανάγκη καταφεύγουμε προκειμένου να επανέλθουμε το συντομότερο δυνατό στην κανονικότητα, στην εξαίρεση καταφεύγουμε αντιθέτως, προκειμένου να διαρρήξουμε την κανονικότητα και να επιβάλουμε μια νέα τάξη». 

Η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης προϋποθέτει τη σταθερότητα ενός συστήματος», «η εξαίρεση αντιθέτως, την παρακμή του, κάτι που ανοίγει τον δρόμο σε ένα διαφορετικό σύστημα».

Η διάκριση είναι σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πολιτική και κοινωνιολογική και παραπέμπει σε μια προσωπική αξιολογική κρίση, για την πραγματική κατάσταση του υπό διερώτηση συστήματος για την σταθερότητα ή για την παρακμή του, αλλά και για τις προθέσεις εκείνων που έχουν την εξουσία να διατάξουν την αναστολή του νόμου, κάτι που από νομική άποψη, είναι ουσιαστικά το ίδιο, αφού και στις δύο περιπτώσεις αποφασίζεται η απλή και ξεκάθαρη αναστολή των συνταγματικών εγγυήσεων.

 

 

Giorgio Agaben, Πού βρισκόμαστε; Η επιδημία ως Πολιτική

 

*1Yan Thomas, (1943 – 2008), Γάλλος νομικός και ιστορικός του Δικαίου

*2 Carl Schmitt, 1988 – 1985, νομικός, πολιτικός επιστήμων