Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

«Μνημονική Τέχνη»

      Αριστοτέλης «περί Ψυχής»: η Μνήμη ανήκει στο ίδιο μέρος της Ψυχής με τη Φαντασία.

  Ένα από τα βασικά προβλήματα της ανθρώπινης συνείδησης είναι η στενότητα. Δεν είναι πραγματική συνείδηση όταν παρατηρώ μόνο τί συμβαίνει στην άκρη της μύτης μου. Και ένα ζώο μπορεί να κάνει το ίδιο. Οι φευγαλέες αναλαμπές της συνείδησης – των δυνατοτήτων της συνείδησης – συμβαίνουν εκείνες τις στιγμές της ξαφνικής έντασης ή της βαθιάς χαλάρωσης, όταν αυτοί οι περιορισμοί αίρονται ξαφνικά.
  
Η «ικανότητα Χ», η παράξενη ικανότητα να δράττουμε ξαφνικά την πραγματικότητα άλλων τόπων και εποχών. Οι εκλάμψεις της «ικανότητας Χ» είναι σημαντικές για έναν άνθρωπο με εμπειρίες. Το φαινόμενο μιας τέτοιας εμπειρίας εξαρτάται από τα πόσα γνωρίζουμε. Για τον ανίδεο η «ικανότητα Χ» θα ήταν απλώς η ευχάριστη αίσθηση πως «όλα πάνε καλά», ότι ο κόσμος είναι ένα θαυμαστό και περίπλοκο μέρος. Για έναν φιλόσοφο θα μπορούσε να ισοδυναμεί με ενόραση στο νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης.
  
Η αρχαία «τέχνη της μνήμης» δεν ήταν απλώς μια προσπάθεια να μετατραπεί ο εγκέφαλος σε βιβλιοθήκη. Ήταν μια εκούσια προσπάθεια να αναπτυχθεί η «ικανότητα Χ», μια ευρύτερη και βαθύτερη μορφή συνείδησης. Εξ ου και η «μαγική»σπουδαιότητα της μνήμης. Το βλέπουμε εάν αναλογιστούμε την περιγραφή του Προυστ για το αίσθημα που ένιωσε όταν δοκίμασε το κέικ βουτηγμένο στο τσάι και μεταφέρθηκε αμέσως στην παιδική ηλικία. Ή την περιγραφή στο «Λύκο της Στέπας» του Έσσε για τη μυστικιστική ένταση του ήρωα: «για μερικές στιγμές η καρδιά μου έμεινε ακίνητη ανάμεσα στην απόλαυση και στη θλίψη όταν ανακάλυψα πόσο πλούσια ήταν η πινακοθήκη της ζωής μου και πόσο στρίμωχναν την ψυχή του βασανισμένου Λύκου της Στέπας τα ψηλά, αιώνια άστρα και αστερισμοί». Και στις δύο περιπτώσεις η μνήμη παύει να είναι «φωτοαντίγραφο» και γίνεται πραγματικότητα. Αυτή είναι η πραγματική σημασία της τέχνης της μνήμης. Και δεν είναι γλωσσολογικό ολίσθημα το ότι χρησιμοποιούμε τη λέξη «μαγεία» για να περιγράψουμε αυτές τις εμπλουτισμένες καταστάσεις συνείδησης: «η μαγεία της παιδικής ηλικίας», «η μαγεία της απόστασης», «η μαγεία των αισθήσεων». Οι δυνάμεις που οι αρχαίοι ονόμαζαν μαγεία – και στις οποίες εμείς προτιμάμε να αναφερόμαστε ως παραφυσικό – πηγάζουν από εκείνα τα κρυμμένα βασίλεια της συνείδησης που κείνται πέρα από τους συνηθισμένους περιορισμένους ορίζοντές μας.

 Το γεγονός ότι αυτός ήταν ο θεμελιώδης στόχος της «τέχνης της μνήμης» διασαφηνίζεται από τα λόγια ενός από τους μεγαλύτερους υπερμάχους της. Ο Βενετσιάνος Giulio Camillo (1480 – 1544) είχε κατασκευάσει ένα «μνημονικό θέατρο», το οποίο οι λόγιοι της εποχής του συγκατέλεγαν μεταξύ των επτά θαυμάτων του κόσμου. Ο θεατής καθόταν σε μια σκηνή στο κέντρο του «ακροατηρίου» και αντίκρυζε το σύνολο της ανθρώπινης γνώσης ταξινομημένης σε επτά ομάδες «καθισμάτων», η καθεμία σε επτά σειρές με επτά διαδρόμους ανάμεσα (ο αριθμός αναφέρεται στους επτά πλανήτες και στους επτά κίονες της Σοφίας του Σολομώντα). 

Εμείς θα προτιμούσαμε να το αποκαλέσουμε «Έκθεση», αλλά η λέξη αυτή ήταν άγνωστη της εποχή του Camillo. Τα ατομικά «εκθέματα» αποτελούνταν από «εικόνες» - μάλλον πίνακες, αγάλματα, σύμβολα – και κάτω από αυτά υπήρχαν συρτάρια που περιείχαν ομιλίες βασισμένες στον Κικέρωνα τον διασημότερο από τους Ρωμαίους ρήτορες. Η πρόθεση ήταν να αφυπνιστεί ο νους σε μια ευρύτερη αίσθηση της πραγματικότητας. Ο Camillo έλεγε πως αυτό θα βοηθούσε τον θεατή να «δει με τα μάτια του όλα όσα είναι κρυμμένα στα βάθη του ανθρώπινου νου» (στα Λατινικά «κρυμμένος» είναι occultus). Θα του αποκάλυπτε μια πανοραμική άποψη του σύμπαντος. Εξήγησε περαιτέρω τις προθέσεις του, χρησιμοποιώντας την εικόνα ενός ανθρώπου να στέκεται σε ένα δάσος, ο οποίος μπορεί να δεί μόνο τα δέντρα που τον περιστοιχίζουν. Όμως εάν υπάρχει ένας λόφος εκεί κοντά και σκαρφαλώσει στην κορυφή του, μπορεί να δει ένα ολόκληρο δάσος. Εν ολίγοις, ο άνθρωπος είναι παγιδευμένος στο παρόν και βλέπει τα δέντρα, ανίκανος να δει το δάσος. Όμως άπαξ και μάθει το σχήμα του δάσους (κατά προσέγγιση) μπορεί να ελπίζει ότι θα ανέλθει σε κατάσταση συνείδησης στην οποία ολόκληρη η εικόνα θα γίνεται κατανοητή.

•Kolin Wilson «Μυστήρια»