Αρχειοθήκη ιστολογίου

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

Η φαινομενολογία

Μέσα από το συγγραφικό έργο του Έντμουντ Χούσερλ (1859 – 1938) αναδύθηκε ένα από τα μεγαλύτερα και πιο αξιόλογα ρεύματα στην ιστορία της φιλοσοφίας, η φαινομενολογία. Πρόκειται για μια μέθοδο προσέγγισης της συνείδησής μας και όχι για μια θεωρία ή κάποιο σύστημα φιλοσοφίας που θα μας πει τι είναι σωστό και τι δεν είναι.
Στη συνείδησή μας περιλαμβάνονται παραστάσεις, εικόνες και εμπειρίες που τις συνδέουμε με τις αιτίες τους, δηλαδή τα όντα και τα γεγονότα που τις προκάλεσαν μέσα μας και τις οποίες κρίνουμε, αναλύουμε και τις συνδυάζουμε με συναισθηματικές καταστάσεις μέσα μας. Όμως οι κρίσεις, οι αναλύσεις των παραστάσεων μας, ο συσχετισμός τους με τα συναισθήματά μας και με τις αιτίες που τα δημιούργησαν, δεν αποτελούν συστατικά των ίδιων των περιεχομένων της συνείδησής μας. Αφού αποτυπωθούν οι παραστάσεις, οι εικόνες και οι εμπειρίες στη συνείδησή μας, έρχεται η τελευταία αυτή να τις κρίνει, να τις αναλύσει, να τις συνδέσει με τις αιτίες τους, να τις συνδυάσει με συναισθηματικές καταστάσεις μας.

Οι κρίσεις μας όμως, οι αναλύσεις μας και οι αναφορές μας σε αιτίες και συναισθήματα, μπορεί να μην είναι ακριβείς, οπότε και οι παραστάσεις με τις οποίες συνυφαίνονται εκείνες, παρουσιάζονται στη συνειδησή μας διαστρεβλωμένες, παραποιημένες, θολές. Αν θέλουμε να δούμε την πραγματική φύση των παραστάσεων μέσα μας, να επιχειρήσουμε να τις δούμε σε ένα πρωτογενές, προεμπειρικό στάδιο προσέγγισής τους πριν αρχίσουμε να τις κρίνουμε, να τις αναλύουμε και να τις συνδέουμε με τις αιτίες τους και τα συναισθήματά μας, να τις δούμε δηλαδή σαν καθαρά φαινόμενα, όπως πραγματικά φαίνονται στη συνείδησή μας, όπως αρχικά αποτυπώθηκαν μέσα μας.

Προκειμένου να συλλάβουμε την ουσία τους θα πρέπει η συνείδησή μας να ακολουθήσει δύο άλλες διαδικασίες, να επιχειρήσει δύο τύπους υπέρβασης μέσα μας: την φαινομενολογική αναγωγή και την ειδητική αναγωγή.
Η φαινομενολογική αναγωγή είναι μια διαδικασία οπισθοδρόμησης της συνείδησης. Έχοντας πάει ένα βήμα πίσω για να φτάσει στα καθαρά φαινόμενα, στην κατάσταση που βρίσκονταν τα περιεχόμενά της πριν από τη διατύπωση εκ μέρους μας κρίσεων ή αναλύσεων γι’ αυτά και το συσχετισμό τους με τις αιτίες τους και τις συναισθηματικές μας καταστάσεις, καλείται να πάει ένα ακόμα βήμα προς τα πίσω. Όταν αποσυνδέσουμε τη συνείδησή μας από κρίσεις, αναλύσεις, αναφορές σε αιτίες και συναισθήματα και έχει μείνει μέσα μας ως καθαρό φαινόμενο, δεν αποκλείεται τελικά να μην ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, να μας φαίνεται πραγματικό χωρίς να είναι, να είναι δηλαδή μια παραίσθηση, δίχως και αυτό πάλι να σημαίνει ότι δεν θα μπορούσε να μην είναι παραίσθηση αλλά να είναι πραγματικό. Τα ίδια τα φαινόμενα της συνείδησής μας, τα καθαρά φαινόμενα, είναι αδύνατον να μας βοηθήσουν να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα αυτό. Εκείνο που θα πρέπει να κάνουμε αναφορικά προς τα καθαρά φαινόμενα, είναι να τηρήσουμε απέναντί τους μια στάση «εποχής» (αναστολή διατύπωσης κρίσεων, σύμφωνα με τη θεωρία του πυρρωνισμού).

Πηγαίνοντας ένα βήμα πίσω από τα φαινόμενα της συνείδησής μας, όπως υπαγορεύει η φαινομενολογική αναγωγή, βιώνουμε άμεσα την ίδια τη συνείδησή μας σαν ένα ρεύμα, σαν κάτι που μας διατρέχει, μέσα στο οποίο εμπλέκονται τα περιεχόμενά της, τα καθαρά φαινόμενα, οι κρίσεις μας και οι αναλύσεις μας γι’ αυτά και οι αναφορές μας στις αιτίες τους.
Επειδή η βίωση του ρεύματος της συνείδησης μας εκ μέρους μας είναι άμεση, δεν μας αφήνει περιθώρια για να την αμφισβητήσουμε και γι’ αυτό αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχτεί η βεβαιότητα που ψάχνουμε μέσα μας. Βέβαια, το ρεύμα της συνείδησης μας δεν είναι μια τυφλή χωρίς καμιά στόχευση ενέργεια, αλλά εκδηλώνεται πάντοτε σε σχέση με κάτι άλλο, διαφορετικό από αυτή.

Δεν υπάρχει σκέτη συνείδηση χωρίς να αναφέρεται σε κάτι, αλλά υπάρχει πάντοτε ως συνείδηση τινός, ως συνείδηση κάποιου πράγματος, το οποίο μπορεί να είναι ένας μουσικός φθόγγος, το χρώμα ενός αντικειμένου κ.λ.π. Βέβαια ένας μουσικός φθόγγος στον οποίο αναφέρεται η συνείδησή μας, μπορεί να παρουσιαστεί σ’ αυτήν με χίλιες δυο διαφορετικές εκδοχές. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και για ένα χρώμα αλλά και κάθε άλλο φαινόμενο στο οποίο αναφέρεται η συνείδησή μας, τα οποία μπορούν να προσλάβουν μέσα της πλήθος διαφορετικών εκδοχών. Τί είναι εκείνο όμως που παρά την ποικιλία που παρουσιάζουν οι μουσικοί φθόγγοι μεταξύ τους συντελεί ώστε να αποτελούν από κοινού μια ομάδα έτσι ώστε τα μέλη της να μην μπορούν να υπαχθούν σε κάποια άλλη ομάδα – στην κατηγορία των γλυκών πραγμάτων, στην κατηγορία των σκληρών πραγμάτων κ.ο.κ. – ή τί είναι εκείνο που κάνει τα χρώματα, παρά τις διαφορετικές εκδοχές με τις οποίες παρουσιάζονται στη συνείδησή μας, να συνιστούν μια ομάδα; Θα πρέπει ασφαλώς τα πράγματα πίσω από τις ποικίλες μορφές που εμφανίζονται στη συνείδησή μας, να διαθέτουν κάτι κοινό, μια σταθερή και αμετάβλητη δομή, ένα πρότυπο απ’ όπου πηγάζουν και εκπορεύονται οι ποικίλες μορφές τους. Μόνο που για να συλλάβουμε τη δομή αυτή της κάθε ομάδας των φαινομένων της συνείδησης, σύμφωνα με τη μέθοδο της φαινομενολογίας, χρειάζεται να επιχειρήσουμε μία ακόμη αναγωγή (πέρα από τη φαινομενολογική αναγωγή), την ειδητική αναγωγή. Χάρη στην ειδητική αναγωγή, μεταβαίνουμε από την πολλαπλότητα των φαινομένων στη σταθερή και αμετάβλητη δομή, την ιδέα ή το είδος (οι όροι «ιδέα» και «είδος» χρησιμοποιούνται με τη σημασία με την  οποία τους εισηγήθηκε ο Πλάτων σαν τα πρότυπα δηλαδή, των οποίων τα πράγματα που συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις μας αποτελούν αντίγραφα) που αποτελεί την ουσία από την οποία πηγάζουν τα φαινόμενα.