Αρχειοθήκη ιστολογίου

Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017

Πειραματική Μουσική


Το παράξενο και το φανταστικό εκτός από τη λογοτεχνία, τα εικαστικά και τον κινηματογράφο, υπάρχει και στη μουσική. Η μουσική έχει παρουσιάσει εκπληκτικά αποτελέσματα στους πειραματισμούς της, που δυστυχώς είναι δύσκολο να ανιχνευτούν και να εντοπιστούν από τους ακροατές, επειδή οι περισσότεροι παρακολουθούν αυτό που συμβαίνει στο συμβατικό main – stream και στα ετικεταρισμένα μουσικά ρεύματα. Από κάτω τους όμως υπάρχει ένα παράξενο και ανεξερεύνητο πεδίο, γεμάτο εκπλήξεις, ένα παράξενο και απόκρυφο πεδίο της πειραματικής μουσικής. Δεν είναι λίγοι αυτοί που εισάγονται σ’ αυτά τα experimental πεδία μέσω της σύγχρονης «κλασικής» μουσικής, της Jazz, του Σουρεαλισμού, του Μινιμαλισμού, του Ambient και διαφόρων άλλων ακουστικών μελετών.

Πολλοί πρωτοπόροι συνθέτες όπως ο John Cage (1912-1992), ο Γιάννης Χρήστου (1926-1970), ο Ιάννης Ξενάκης (1922-2001), ο Philip Glass (1937-), ο Igor Stravinsky (1882-1971), ο Edgard Varese (1883-1965), ο Steve Reich (1936-), η Pauline Oliveros (1932-), ο Karlheinz Stockhausen (1928-2007), ο Eric Satie (1866-1925), ο Luigi Russolo (1885-1947), ο Brian Eno (1948-), ο Oscar Sala (1922-) και άλλοι πολλοί, είναι οι μεγάλοι διδάξαντες νέων τρόπων έκφρασης και οι οποίοι δημιούργησαν παράξενα, πειραματικά και εξερευνητικά ακούσματα.
Στις αρχές του 20ου αιώνα, η εξερεύνηση αυτή στη μουσική ξεκίνησε με τους Φουτουριστές, τους Ντανταϊστές, τους Σουρεαλιστές και άλλους πρωτοπόρους. Στις μετέπειτα δεκαετίες με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων, παρουσίασε αναρίθμητα μουσικά αποτελέσματα που ακόμα και σήμερα μοιάζουν να έρχονται από το μακρινό μέλλον.

Αυτό που ξεχωρίζει το δεύτερο μισό από το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, είναι πάνω απ’ όλα η «έφοδος» της τεχνολογίας. Η τεχνολογία άλλαξε τη φύση και την εμπειρία της ανθρωπότητας, διαθέσιμη σαν πρώτη ύλη, ολοένα και περισσότερο ρεαλιστική. Η δημιουργία και η αφομοίωση των νέων ιδεών ήταν ένας πρωταρχικός στόχος, ενώ οι «φωνές» που ακούγονταν ήταν εκείνες που ενδιαφέρονταν για το νέο υλικό και τους νέους τρόπους οργάνωσης αυτού του υλικού. Ο Edgard Varese (1883-1965), ο Henry Cowell (1897-1965), ο Carl Ruggles (1876-1971), ο George Antheil (1900-1959), ο Charles Ives (1874-1954), ο Harry Partch (1901-1974) και αρκετοί άλλοι συνθέτες, διαδίδουν και επεκτείνουν την πειραματική παράδοση στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Η εποχή της πειραματικής μουσικής άρχισε τη δεκαετία του ’50. Το 1952 ο Αμερικανός πιανίστας David Tudor παρουσίασε σε παγκόσμια πρεμιέρα το έργο του John Cage, 4.33. Ανέβηκε στη σκηνή, κάθισε στο πιάνο, έκλεινε το καπάκι στην αρχή «κάθε μέρος του έργου», το άνοιγε στο τέλος κάθε μέρους, γυρνούσε τις σελίδες της παρτιτούρας και έμενε ακίνητος μέχρι να «εκτελεστούν» τα μέρη και να ολοκληρωθεί το έργο σε 4.33 λεπτά. Μετά σηκωνόταν και υποκλινόταν στο κοινό... Ένα έργο απελευθερωμένο από την καταγραφή, αποκλειστικά προϊόν του τυχαίου. Στο έργο αυτό, που στην πρώτη του εκδοχή «αποδίδεται από σόλο πιάνο» (θα μπορούσε να αποδοθεί και από άλλα όργανα), δεν καταγράφεται κανένας ήχος. Οι μουσικοί παραμένουν σιωπηλοί, ώστε το έργο συντίθεται από ήχους του περιβάλλοντος, όπως επίσης και από ήχους του ακροατηρίου. Ήταν φυσικό το 4.33 να εκληφθεί σαν αστείο, όμως υπήρχε μια σοβαρή πρόθεση σ’αυτό ή μάλλον – σύμφωνα με τον όρο του Cage – μία «μη πρόθεση». Το έργο βασισμένο στο τυχαίο, είχε επηρεαστεί από τη σκέψη του Ζεν και ο Cage είδε πλέον ως σκοπό του το να δημιουργήσει συνθέσεις «απελευθερωμένες από το προσωπικό γούστο και τις μνήμες, ελεύθερες στη ροή των γεγονότων» έτσι ώστε ο συνθέτης να μπορεί «να αφήνει τους ήχους να κινούνται αυτόνομα μέσα στο χρόνο».

Το 1969 ο Αμερικανός μουσικός πειραματιστής Alvin Lucier «I Am Sitting in a Room» και με όργανα δύο μαγνητόφωνα, ένα μικρόφωνο και ένα ηχείο τα οποία έβαλε σε ένα μεγάλο άδειο δωμάτιο, συντάραξε όλη τη μουσική σκηνή. Ηχογράφησε τη φωνή του λέγοντας πολλές φορές ένα κείμενο (συνολικά 33), ώσπου οι συχνότητες αντήχησης του δωματίου να ενισχύσουν τον εαυτό τους, έτσι ώστε κάθε ομοιότητα της ηχογράφησης με τη φωνή να καταστραφεί εκτός ίσως από το ρυθμό. Στο τέλος της διαδικασίας δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε που τελειώνει η μία λέξη και που αρχίζει η άλλη. Το κείμενο γίνεται τελείως ακατανόητο, η οικεία λέξη έχει γίνει ένα σφυριχτό μοτίβο. Η ηχογράφηση διαρκεί συνολικά 40 λεπτά. Το ηχογραφημένο κείμενο μεταμορφώνεται λόγω των ακουστικών ιδιοτήτων του χώρου. Οι συχνότητες που είναι συντονισμένες με το χώρο ενισχύονται επαναλαμβανόμενα, ενώ όλες οι άλλες συχνότητες εξασθενούν μέχρι εξαφάνισης, ώσπου μόνο ο ρυθμός των λέξεων παραμένει αναγνωρίσιμος. Ο Alvin Lucier ήταν ίσως ο πρώτος που συνειδητοποίησε ότι ένας αρχιτεκτονικός χώρος μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από ενισχυτικό σκηνικό για τα μουσικά όργανα, ότι μπορεί να είναι ένα μουσικό όργανο από μόνος του. Μια ανθρώπινη φωνή θέτει σε ταλάντωση ένα κενό δωμάτιο. Το δωμάτιο και η φωνή μοιράζονται το αποτέλεσμα μιας συμπάθειας ενός πλήρους συντονισμού των δύο ηχητικών πηγών, της εκπομπής και της λήψης, του ήχου και της ηχούς.

Σε ένα άλλο έργο του ο Alvin Lucier στο «Music for a Solo Perfomance», συνέδεσε ηλεκτρόνια στο κρανίο του, τα οποία κατέληγαν σ’ έναν ηλεκτροεγκεφαλογράφο, σε ένα oscillator και σε έναν ειδικό ενισχυτή με ηχεία. Έπαιξε μουσική με τα εγκεφαλικά του κύματα, κάτι που δεν είχε ως τώρα ξανακουστεί.

Στο «Music on a Long Thin Wire» παράγει μουσική από μία τεράστια σε μήκος χορδή, τεντωμένη σε αίθουσα από τη μία άκρη στην άλλη, χωρίς να την αγγίζει κανείς. Οι άκρες του σύρματος είναι συνδεδεμένες με terminals από ηχεία ενός μεγάλου ενισχυτή. Ένα sine wave oscillator συνδέεται με τον ενισχυτή. Ένας μεγάλος μαγνήτης καβαλικεύει τη μία άκρη του σύρματος. Ξύλινες, μικρές γέφυρες τοποθεντούνται κάτω από κάθε άκρη του σύρματος στις οποίες στήνονται μικρόφωνα επαφής, συνδεδεμένα με ένα στερεοφωνικό ηχητικό σύστημα. Τα μικρόφωνα πιάνουν τις δονήσεις που στέλνει το σύρμα και στέλνονται από αυτά στο ηχητικό σύστημα.

Με τις διαφοροποιήσεις της συχνότητας και της έντασης του oscillator μια πλούσια ποικιλία από slides, αλλαγές συχνοτήτων, ακουστά beats και άλλα ηχητικά φαινόμενα μπορούν να παραχθούν, χωρίς να αγγίζει κανείς τη χορδή. Το σύρμα μπορούσε επίσης να λειτουργεί ως δέκτης συχνοτήτων και ήχων από το εξωτερικό περιβάλλον (ομιλίες ανθρώπων που μιλούσαν έξω στο δρόμο, ραδιοφωνικές συχνότητες, κάθε είδους θόρυβοι, αυτοκίνητα και άλλα πολλά). Μπορούσε να κάνει μουσική με το κλάμα ενός μωρού ή οτιδήποτε άλλο που υπήρχε έξω από την αίθουσα. Μιλάμε για μουσική από τον αέρα, αιθέρια μουσική, μια κατάσταση συντονισμού με το περιβάλλον, που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για μουσικούς πειραματισμούς.

Ο Σουηδός Hans Jenny (επιστήμων, φυσικός και καλλιτέχνης) σε εργαστηριακές συνθήκες, φωτογράφησε τις επιδράσεις που έχουν οι νότες στον καπνό, στα υγρά, στη σκόνη, στην άμμο κ.λ.π. Ονόμασε αυτή την επιστήμη Cymatics (κυματική), μια επιστήμη αφιερωμένη στη μελέτη των δημιουργικών δονήσεων σε κάθε φυσικό επίπεδο, από το μοριακό έως το γαλαξιακό. Η «Space Music» (διαστημική μουσική) του Robert Rich με τους ειδικούς ήχους που ο συνθέτης αποκαλεί «glurp».

Η μουσική των σφαιρών (music of the spheres) των Robert Rich και Michael Stearms με τα πλανητικά και γαλαξιακά Soundscapes (ηχητικά περιβάλλοντα). Η έννοια Soundscapes έχει επινοηθεί από τον Brian Eno, επινοητή του Ambient Music.

Paul De Marinis ο μουσικός πειραματιστής, έγραψε πολλά για το παράξενο και συγκλονιστικό του έργο «Music as a Second Language», «Κρυμμένη κάτω από τις λέξεις της ομιλίας και κάτω από τις μελωδίες της μουσικής, ακούω το τραγούδι μιας φωνής πολύ αρχαιότερης από τη γλώσσα. Οι μυστικές συσπάσεις του εγκεφάλου, που κάνουν τους μύες να αρθρώνουν λόγο, ταράζοντας τον κόσμο μ’ ένα τραγούδι που πλέον είναι χαμένο για μας, εκτός ίσως από το γέλιο, γεννώντας επιτέλους έναν δυισμό του ήχου και του νοήματος». Χρησιμοποίησε τις μελωδίες της ομιλίας ως μουσικό υλικό, με τη διαδικασία ανάλυσης και ανασύστασης από computer, όπου εξάγει τη μελωδική γραμμή της προφορικής γλώσσας, την εμπλέκει σε μία ποικιλία από συνθετικές μεταμορφώσεις και ταιριάζει το αποτέλεσμα σε ψηφιακά μουσικά όργανα.

Ο συνταιριασμός της μεταφυσικής με την τεχνολογία, είναι ένα μέσο που χρησιμοποιούν διάφορα πειραματικά σχήματα (Psychophysicist, Haffler Trio, Lustmord).

Στο έργο του Stockhausen «Κοντσέρτο για 359 Γραφομηχανές» στο τέλος του έργου «Hymnen», θα έλεγε κανείς ότι εμπεριέχονται οι ηχογραφήσεις του ανθρώπινου σώματος. Στο μουσικό θέατρο «Light» (29 ώρες μουσική, επτά  ''όπερες'' για τις επτά μέρες της εβδομάδας) γίνεται μία προέκταση όλων των ορίων. Στη σκηνή εκτελούνται τρία επίπεδα συνεχούς αφηρημένης μουσικής ηλεκτρονικής, ήχοι που επεξεργάζονται με μηχανήματα, σχεδόν θεατρικές σκηνές που εκτελούνται από μουσικούς, προβολές από τυχαίες εικόνες των δρόμων μαζί με γκραβούρες. Για μεγάλα χρονικά διαστήματα η σκηνή παραμένει εντελώς άδεια, άλλες φορές είναι βυθισμένη στο σκοτάδι, άλλες στιγμές πλημμυρισμένη από μία πορτοκαλιά λάμψη που φωτίζει δαιμονισμένα τους άδειους τοίχους ενός μινιμαλιστικού σκηνικού. Στο κενό και στις σιωπές της κάθε ανάπαυλας, μένει ένας ηλεκτρονικός θόρυβος, που κυματίζει ψιθυριστά αναμειγμένος με τη musique concrete, από απόμακρους κεραυνούς, σκυλιά που γαυγίζουν, γραφομηχανές, επιταχύνσεις αγωνιστικών αυτοκινήτων, κοράκια και ηχηρές προβολές από φωτοτυπικά μηχανήματα. Ο Stockhausen εμφανίζεται κάποια στιγμή με σηκωμένα τα μανίκια και ενθαρρύνει ήρεμα το κοινό να κλείσει τα μάτια του ενώ όλα αυτά συμβαίνουν και να συγκεντρωθεί απόλυτα στους ήχους και στη μουσική και στην αίσθηση του ανέμου που φυσούσε εκεί. «Δεν υπάρχει τίποτα να δείτε, ακόμη και οι ήχοι δεν είναι αληθινοί, τώρα τους φτιάχνουμε μόνο για σας».

Ο άνθρωπος έχει επιτύχει με τη μουσική απειράριθμες μουσικές εξερευνήσεις, που δεν έχει καταφέρει με κανένα άλλο μέσο.
 Η φύση παίζει μουσική, μουσική από το πουθενά, σε μας μένει να την ανακαλύψουμε...

*Περιοδικό Strange No 94, Μοντέρνα Μουσική Paul Griffiths